δίμετρος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dimetros
|Transliteration C=dimetros
|Beta Code=di/metros
|Beta Code=di/metros
|Definition=ον, of a verse, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having two metres]], <span class="bibl">Heph.5.3</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">δίμετρον, τό,</b> [[double measure]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">4 Ki.</span>7.1</span>, al.</span>
|Definition=δίμετρον, of a verse,<br><span class="bld">A</span> [[having two metres]], Heph.5.3, etc.<br><span class="bld">II</span> [[δίμετρον]], τό, [[double measure]], [[LXX]] ''4 Ki.''7.1, al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμετρος Medium diacritics: δίμετρος Low diacritics: δίμετρος Capitals: ΔΙΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: dímetros Transliteration B: dimetros Transliteration C: dimetros Beta Code: di/metros

English (LSJ)

δίμετρον, of a verse,
A having two metres, Heph.5.3, etc.
II δίμετρον, τό, double measure, LXX 4 Ki.7.1, al.

German (Pape)

[Seite 631] aus zwei Maaßen od. zwei Versfüßen bestehend, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

δίμετρος: ὁ стих. диметр, двухчастный размер.

Greek (Liddell-Scott)

δίμετρος: -ον, ἐπὶ στίχου, ἔχων δύο μέτρα, Ἡφαιστ.· ἴδε διποδία.

Greek Monolingual

-η και -ος, -ο (AM δίμετρος, -ον)
(μετρ.)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο μέτρα ή πόδες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίμετρο(ν)
στίχος δίμετρος («ιαμβικό δίμετρο»)
νεοελλ.
μουσ. αυτός που εκτείνεται σε δύο μέτραδίμετρος παύση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίμετρον
δύο μέτρα.