ἐσχαρίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
m (pape replacement) |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐσχᾰρίτης''': (δηλ. ἄρτος), ὁ, ἄρτος ὠπτημένος ἐπὶ ἐσχάρας, Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 2, Κρώβυλος ἐν «Ἀπαγχομένῳ» 2. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[ἐσχαρίτης]]· ἄρτος [[ἔγκρυπτος]]». | |lstext='''ἐσχᾰρίτης''': (δηλ. ἄρτος), ὁ, ἄρτος ὠπτημένος ἐπὶ ἐσχάρας, Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 2, Κρώβυλος ἐν «Ἀπαγχομένῳ» 2. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[ἐσχαρίτης]]· ἄρτος [[ἔγκρυπτος]]». | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], ὁ, [[ἄρτος]], <i>auf dem Rost gebackenes Brot</i>, bei Ath. III.109c, 115e; nach Poll. 6.78 <i>ein rhodisches [[Gebäck]]</i>, [[zwischen]] Brot und [[Kuchen]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῑ] (sc. ἄρτος), ὁ, bread baked over the fire, Antidot.3, Crobyl.2, LXX 2 Ki.6.19, J.AJ7.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰρίτης: (δηλ. ἄρτος), ὁ, ἄρτος ὠπτημένος ἐπὶ ἐσχάρας, Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 2, Κρώβυλος ἐν «Ἀπαγχομένῳ» 2. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐσχαρίτης· ἄρτος ἔγκρυπτος».
German (Pape)
[ῑ], ὁ, ἄρτος, auf dem Rost gebackenes Brot, bei Ath. III.109c, 115e; nach Poll. 6.78 ein rhodisches Gebäck, zwischen Brot und Kuchen.