Περσείδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Περσείδης:''' ου ὁ [[Περσεύς]] и [[Πέρσης]] I] (ион. dat. pl. Περσεΐδῃσι) сын или потомок Персея | |elrutext='''Περσείδης:''' ου ὁ [[Περσεύς]] и [[Πέρσης]] I] (ион. dat. pl. Περσεΐδῃσι) [[сын или потомок Персея]] er., Thuc., Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:27, 21 March 2024
English (LSJ)
ου, ὁ, v. Περσεύς.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils ou descendant de Persée ; οἱ Περσεῖδαι, les Perséides ou descendants de Persée.
Étymologie: Περσεύς et Πέρσης.
Greek Monolingual
και Περσηϊάδης, ὁ, Α
αυτός που κατάγεται από τον Περσέα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Περσεύς, -έος / -ῆος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -ιάδης (πρβλ. Πηλεΐδης)].
Russian (Dvoretsky)
Περσείδης: ου ὁ Περσεύς и Πέρσης I] (ион. dat. pl. Περσεΐδῃσι) сын или потомок Персея er., Thuc., Xen.