δεδοκημένος: Difference between revisions

From LSJ
(a)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0534.png Seite 534]] s. [[δέχομαι]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0534.png Seite 534]] s. [[δέχομαι]].
}}
{{ls
|lstext='''δεδοκημένος''': ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ [[δέχομαι]] (Ἰων. [[δέκομαι]]) μετ᾿ ἐνεργ. σημασ.= ἀναμένων , περιμένων ἐν ἐνέδρᾳ,Ἰλ. Ο.730, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 214· -δὲν πρέπει νὰ συγχέηται [[μετὰ]] τοῦ Ἀττ. δεδόκημαι ἐκ τοῦ [[δοκέω]].
}}
}}

Revision as of 11:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεδοκημένος Medium diacritics: δεδοκημένος Low diacritics: δεδοκημένος Capitals: ΔΕΔΟΚΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: dedokēménos Transliteration B: dedokēmenos Transliteration C: dedokimenos Beta Code: dedokhme/nos

English (LSJ)

irreg. part. pf. of δέχομαι (Ion. δέκομαι), in act. sense,

   A waiting, watching, Il.15.730, Hes.Sc.214, A.R.4.900; δ. ἥντινα ῥέξει μῆτιν waiting, to see .., ib.1660: c. acc., observing, φάσιας Nic.Th. 122; watching, Nonn.D.30.88, al.: c. gen., ἤματος Arat.559.

German (Pape)

[Seite 534] s. δέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δεδοκημένος: ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ δέχομαι (Ἰων. δέκομαι) μετ᾿ ἐνεργ. σημασ.= ἀναμένων , περιμένων ἐν ἐνέδρᾳ,Ἰλ. Ο.730, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 214· -δὲν πρέπει νὰ συγχέηται μετὰ τοῦ Ἀττ. δεδόκημαι ἐκ τοῦ δοκέω.