ἀνόπιν: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(a) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] rückwärts, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0241.png Seite 241]] rückwärts, VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνόπιν''': ἐπίρρ., πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] (πρβλ. κατόπιν) «εἰς [[τοὐπίσω]]» Ἡσύχ., [[ὀπίσω]] ἐν τοῖς προηγηθεῖσιν, ἐν βιβλίῳ κτλ. «ἐν τῇ [[ἀνόπιν]] ἐκτεθείσῃ παραβολῇ» Εὐστ. 1031. 46· «ὡς καὶ [[ἀνόπιν]] ἔφαμεν» Διον. Περιηγ. σ. 71. 25. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 5 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A backwards, Hsch.; farther back, in a book. etc., Eust.1031.46.
German (Pape)
[Seite 241] rückwärts, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόπιν: ἐπίρρ., πρὸς τὰ ὀπίσω (πρβλ. κατόπιν) «εἰς τοὐπίσω» Ἡσύχ., ὀπίσω ἐν τοῖς προηγηθεῖσιν, ἐν βιβλίῳ κτλ. «ἐν τῇ ἀνόπιν ἐκτεθείσῃ παραβολῇ» Εὐστ. 1031. 46· «ὡς καὶ ἀνόπιν ἔφαμεν» Διον. Περιηγ. σ. 71. 25.