ὑπόπλατυς: Difference between revisions
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(a) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] υ, etwas breit, flach, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1229.png Seite 1229]] υ, etwas breit, flach, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπόπλᾰτυς''': υ, ὀλίγον τι [[πλατύς]], κἄπως ἐκτεταμένος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, Διοσκ. 3. 105. ΙΙ. [[ὑφάλμυρος]], ὀλίγον [[ἁλμυρός]], Δικαίαρχ. § 26, πρβλ. Wessel. εἰς Ἡρόδ. 2. 108. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 5 August 2017
English (LSJ)
υ,
A somewhat extended, ἐν τοῖσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑ. Hp.Coac.410. 2 rather flat, σπέρμα [ἀλύσσου] Dsc.3.91; σχῆμα ὑ. ὁμοίως τοῖς φακοῖς Gal.6.551. II somewhat salt, brackish, Dicaearch.1.27.
German (Pape)
[Seite 1229] υ, etwas breit, flach, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπλᾰτυς: υ, ὀλίγον τι πλατύς, κἄπως ἐκτεταμένος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, Διοσκ. 3. 105. ΙΙ. ὑφάλμυρος, ὀλίγον ἁλμυρός, Δικαίαρχ. § 26, πρβλ. Wessel. εἰς Ἡρόδ. 2. 108.