κατάκτησις: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />acquisition, conquête.<br />'''Étymologie:''' [[κατακτάομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />[[acquisition]], [[conquête]].<br />'''Étymologie:''' [[κατακτάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:05, 8 January 2023
English (LSJ)
εως, ἡ, acquisition, πραγμάτων, Χώρας, γῆς, Plb.4.77.2, Str.8.3.33, Plu.Caes.22; αὐτονομίας D.S.17.74; δυνάμεως ῥητορικῆς Phld.Rh.2.261 S.
German (Pape)
[Seite 1357] ἡ, das Erwerben, Erlangen; πραγμάτων, der Herrschaft, Pol. 4, 77, 2; γῆς Plut. Caes. 22; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acquisition, conquête.
Étymologie: κατακτάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκτησις: -εως, ἡ, τελεία κτῆσις, τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν πέλας, γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
κατάκτησις: εως ἡ приобретение, овладевание (πραγμάτων Polyb.; γῆς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάκτησις -εως, ἡ [κατακτάομαι] verwerving, verovering.