πολυνεικής: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(b)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0667.png Seite 667]] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.
}}
{{ls
|lstext='''πολῠνεικής''': -ές, ὁ πολὺ [[ἐριστικός]], [[φιλόνεικος]], [[φίλερις]], Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― [[συχν]]. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, [[αὐτόθι]] 658 κ. ἀλλ.
}}
}}

Revision as of 10:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυνεικής Medium diacritics: πολυνεικής Low diacritics: πολυνεικής Capitals: ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ
Transliteration A: polyneikḗs Transliteration B: polyneikēs Transliteration C: polyneikis Beta Code: poluneikh/s

English (LSJ)

ές,

   A much-wrangling, Id.Th.830 (anap.): freq. as pr. n. Πολυνείκης, ὁ, on which the Trag. are fond of playing, ib.578,658, al.

German (Pape)

[Seite 667] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠνεικής: -ές, ὁ πολὺ ἐριστικός, φιλόνεικος, φίλερις, Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― συχν. ὡς κύριον ὄνομα, Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, αὐτόθι 658 κ. ἀλλ.