κοτυλιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de la contenance d'un cotyle.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
|btext=α, ον :<br />[[de la contenance d'un cotyle]].<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλιαῖος Medium diacritics: κοτυλιαῖος Low diacritics: κοτυλιαίος Capitals: ΚΟΤΥΛΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kotyliaîos Transliteration B: kotyliaios Transliteration C: kotyliaios Beta Code: kotuliai=os

English (LSJ)

α, ον, holding a κοτύλη, Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; λήκυθοι Hippoloch. ap. Ath.3.129b:— also written κοτυλ-ιεῖος, PCair.Zen.89.4 (iii B. C.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la contenance d'un cotyle.
Étymologie: κοτύλη.

German (Pape)

so groß wie eine Kotyle, eine Kotyle haltend; Antig. Car. bei Ath. X.420a; λήκυθοι ibd. III.129b; vgl. DL. 2.139.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλιαῖος: емкостью в одну котилу (ποτήριον Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλιαῖος: -ον, χωρῶν ἢ περιλαμβάνων μίαν κοτύλην, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 420Α, Διογ. Λ. 2. 139, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κοτυλιαίος, -αία, -ον και κοτυλιεῖος, -εία, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη του ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος»)
αρχ.
αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῖζον ἦν κοτυλιαίου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -ιαῖος / -ιεῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος / μηνι-είος)].