ἀσυμφανής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(a) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, undeutlich, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, undeutlich, VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀσυμφᾰνής''': -ές, [[ἀφανής]], [[ἀόρατος]], διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος [[ἀσυμφανής]] ἐστιν [[ὑπόνομος]] Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: [[σκοτεινός]], Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A dark, ὑπόνομος Arist.Mir.836b19; obscure, Porph.in Ptol.181: Sup., Dam.Pr.38. Adv. -νῶς obscurely, Arg.4 Ar.Ra., Suid.
German (Pape)
[Seite 380] ές, undeutlich, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμφᾰνής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος ἀσυμφανής ἐστιν ὑπόνομος Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: σκοτεινός, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.