μεταλλουργός: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(a) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] Metalle verarbeitend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0149.png Seite 149]] Metalle verarbeitend, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μεταλλουργός]])<br />αυτός που εργάζεται σε [[μεταλλείο]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] που κατεργάζεται μέταλλα<br /><b>2.</b> [[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μεταλλουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A miner, D.S. 5.37, Dsc.5.74.
German (Pape)
[Seite 149] Metalle verarbeitend, Sp.
Greek Monolingual
ο (Α μεταλλουργός)
αυτός που εργάζεται σε μεταλλείο, μεταλλωρύχος
νεοελλ.
1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα
2. επιστήμονας που ασχολείται με τη μεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -ουργός].