Ἡφαίστειος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Ἡφαίστειος]], η, ον<br />of [[Hephaestus]]: [[Ἡφαιστεῖον]] or Ἡφαίστειον (sc. [[ἱερόν]]), [[temple]] of [[Hephaestus]], Hdt., Dem., etc.:— Ἡφαίστεια (sc. [[ἱερά]]), τά, his [[festival]], the Lat. [[Vulcanalia]], Xen.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'Héphæstos;<br /><i>subst.</i> τὰ Ἡφαίστεια XÉN fêtes d'Héphæstos.<br />'''Étymologie:''' [[Ἥφαιστος]].
|btext=ος, ον :<br />d'Héphæstos;<br /><i>subst.</i> τὰ Ἡφαίστεια XÉN fêtes d'Héphæstos.<br />'''Étymologie:''' [[Ἥφαιστος]].
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἡφαίστειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ήφαιστο· [[Ἡφαιστεῖον]] ή <i>Ἡφαίστειον</i> (ενν. [[ἱερόν]]), <i>τό</i>, το [[ιερό]] του Ηφαίστου, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· <i>Ἡφαίστεια</i> (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, η [[γιορτή]] προς τιμήν του Ηφαίστου, το Λατ. <b>V</b>ulcanalia, σε Ξεν.
|lsmtext='''Ἡφαίστειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ήφαιστο· [[Ἡφαιστεῖον]] ή <i>Ἡφαίστειον</i> (ενν. [[ἱερόν]]), <i>τό</i>, το [[ιερό]] του Ηφαίστου, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· <i>Ἡφαίστεια</i> (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, η [[γιορτή]] προς τιμήν του Ηφαίστου, το Λατ. <b>V</b>ulcanalia, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Ἡφαίστειος]], η, ον<br />of [[Hephaestus]]: [[Ἡφαιστεῖον]] or Ἡφαίστειον (sc. [[ἱερόν]]), [[temple]] of [[Hephaestus]], Hdt., Dem., etc.:— Ἡφαίστεια (sc. [[ἱερά]]), τά, his [[festival]], the Lat. [[Vulcanalia]], Xen.
}}
}}

Revision as of 17:36, 17 December 2023

Middle Liddell

Ἡφαίστειος, η, ον
of Hephaestus: Ἡφαιστεῖον or Ἡφαίστειον (sc. ἱερόν), temple of Hephaestus, Hdt., Dem., etc.:— Ἡφαίστεια (sc. ἱερά), τά, his festival, the Lat. Vulcanalia, Xen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'Héphæstos;
subst. τὰ Ἡφαίστεια XÉN fêtes d'Héphæstos.
Étymologie: Ἥφαιστος.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡφαίστειος: -α, -ον, τοῦ Ἡφαίστου ἢ ἀνήκων εἰς αὐτόν, Ἡφαίστειον (ἐξυπ. ἱερόν), τό, ναὸς τοῦ Ἡφαίστου, Ἡρόδ. 2. 110, 121, 176, Δημ.., κλ.· - Ἡφαίστεια (ἐνν. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ αὐτοῦ, τὸ Λατ. Vulcanalia, Ἀνδοκ. 17. 20, Ξεν. Ἀθην. 3, 4. - Ἡφαίστια διὰ τοῦ ι ἐν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 78, 17 (Blass).

Greek Monotonic

Ἡφαίστειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ήφαιστο· Ἡφαιστεῖον ή Ἡφαίστειον (ενν. ἱερόν), τό, το ιερό του Ηφαίστου, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· Ἡφαίστεια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή προς τιμήν του Ηφαίστου, το Λατ. Vulcanalia, σε Ξεν.