ἑξάποδος: Difference between revisions
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
(b) |
(12) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] schlechte Lesart für [[ἑξάπεδος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0871.png Seite 871]] schlechte Lesart für [[ἑξάπεδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑξάπους]], -ουν, Μ και [[ἑξάποδος]], -η, -ον)<br />αυτός που έχει έξι πόδια («να κι ένα [[φίδι]] εξάποδο τινάχτη», Καζαντζ.)<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα εξάποδα</i><br />όρος που χαρακτηρίζει γενικά τις προνύμφες τών εντόμων που έχουν έξι βαδιστικούς πόδες [[εξίσου]] ανεπτυγμένους ([[ροπαλόκερα]] και [[λεπιδόπτερα]] έντομα)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μήκος]] έξι ποδών. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:09, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 871] schlechte Lesart für ἑξάπεδος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάπους, -ουν, Μ και ἑξάποδος, -η, -ον)
αυτός που έχει έξι πόδια («να κι ένα φίδι εξάποδο τινάχτη», Καζαντζ.)
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες
νεοελλ.
ζωολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εξάποδα
όρος που χαρακτηρίζει γενικά τις προνύμφες τών εντόμων που έχουν έξι βαδιστικούς πόδες εξίσου ανεπτυγμένους (ροπαλόκερα και λεπιδόπτερα έντομα)
αρχ.
αυτός που έχει μήκος έξι ποδών.