πρωτόπαλος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(b)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0805.png Seite 805]] ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw.
}}
{{ls
|lstext='''πρωτόπᾰλος''': ὁ, ὁ πρῶτος λαχὼν νὰ ἀγωνισθῇ [[μονομάχος]], Δίων Κ. 72. 22· ἀντίθ. τῷ δευτερόπαλος, πρβλ. Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2663 (σ. 457), ἀλλ᾿ [[ἴσως]] τὸ [[πρωτόπαλος]] πλημμελῶς ἐγράφη ἀντὶ πρωτόπιλος, ὁ, Λατ. primipilus.
}}
}}

Revision as of 11:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπᾱλος Medium diacritics: πρωτόπαλος Low diacritics: πρωτόπαλος Capitals: ΠΡΩΤΟΠΑΛΟΣ
Transliteration A: prōtópalos Transliteration B: prōtopalos Transliteration C: protopalos Beta Code: prwto/palos

English (LSJ)

ὁ,

   A a member of the πρῶτος πᾶλος (v. πᾶλος 11), of a gladiator, π. σεκουτόρων D.C.72.22.

German (Pape)

[Seite 805] ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπᾰλος: ὁ, ὁ πρῶτος λαχὼν νὰ ἀγωνισθῇ μονομάχος, Δίων Κ. 72. 22· ἀντίθ. τῷ δευτερόπαλος, πρβλ. Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2663 (σ. 457), ἀλλ᾿ ἴσως τὸ πρωτόπαλος πλημμελῶς ἐγράφη ἀντὶ πρωτόπιλος, ὁ, Λατ. primipilus.