εὐκύλικος: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkylikos | |Transliteration C=efkylikos | ||
|Beta Code=eu)ku/likos | |Beta Code=eu)ku/likos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], η, ον, ([[κύλιξ]]) [[suited to the wine-cup]], λαλιή ''AP''7.440.8 (Leon.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, (κύλιξ) suited to the wine-cup, λαλιή AP7.440.8 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui convient à un festin.
Étymologie: εὖ, κύλιξ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκύλῐκος: ведущийся за кубком вина, застольный (λαλιή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκύλῐκος: -η, -ον, (κύλιξ) ἁρμόζων καλῶς εἰς τὴν κύλικα, εὐκυλίκην λαλιὴν Ἀνθ. Π. 7. 440.
Greek Monolingual
εὐκύλικος, -ίκη, -ον (Α)
αυτός που αρμόζει καλά στην κύλικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυλικος (< κύλιξ, -ικος)].
Greek Monotonic
εὐκύλῐκος: -η, -ον (κύλιξ), κατάλληλος για κούπα κρασιού, σε Ανθ.