κατακυριεύω: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] = [[κυριεύω]]; D. Sic. 14, 64; LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] = [[κυριεύω]]; D. Sic. 14, 64; LXX.
}}
{{ls
|lstext='''κατακῡριεύω''': ἀποκτῶ ἢ ἐξασκῶ ἐντελῆ κυριαρχίαν, Ἀριστ. π. Φτ. 2. 2, 3, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΑ΄, 8)· οὐκ εἶπε, κυρίευε, [[ἀλλά]] κατακυρίευε, τὴν ἐπιτεταμένην δεσποτείαν δηλῶν Χρυσ. τ. Ι. σ. 726, 19. 2) κ. τινός, [[λαμβάνω]] ἐξουσίαν ἐπί τινος, [[ἐξουσιάζω]] τι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· τῶν ἐχθρῶν, τῆς γῆς Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 25)· τῶν ἐθνῶν Καιν. Διαθ.· κ. πλοίου Διόδ. 14. 6.
}}
}}

Revision as of 10:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακῡριεύω Medium diacritics: κατακυριεύω Low diacritics: κατακυριεύω Capitals: ΚΑΤΑΚΥΡΙΕΥΩ
Transliteration A: katakyrieúō Transliteration B: katakyrieuō Transliteration C: katakyrieyo Beta Code: katakurieu/w

English (LSJ)

   A gain or exercise complete dominion, LXXPs.71(72).8.    2 κ. τινός gain dominion over, gain possession of, ib.Ps.9.26 (10.5), 1 Ep.Pet.5.3; [πλοίου] D.S.14.64.

German (Pape)

[Seite 1357] = κυριεύω; D. Sic. 14, 64; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατακῡριεύω: ἀποκτῶ ἢ ἐξασκῶ ἐντελῆ κυριαρχίαν, Ἀριστ. π. Φτ. 2. 2, 3, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΑ΄, 8)· οὐκ εἶπε, κυρίευε, ἀλλά κατακυρίευε, τὴν ἐπιτεταμένην δεσποτείαν δηλῶν Χρυσ. τ. Ι. σ. 726, 19. 2) κ. τινός, λαμβάνω ἐξουσίαν ἐπί τινος, ἐξουσιάζω τι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· τῶν ἐχθρῶν, τῆς γῆς Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 25)· τῶν ἐθνῶν Καιν. Διαθ.· κ. πλοίου Διόδ. 14. 6.