νάφθα: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(b)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0234.png Seite 234]] ἡ u. τό, = Folgdm; Lob. Phryn. 438.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0234.png Seite 234]] ἡ u. τό, = Folgdm; Lob. Phryn. 438.
}}
{{ls
|lstext='''νάφθᾰ''': ἡ, τὸ «νέφτι» ([[Περσιστὶ]] naft), [[εἶδος]] διαφανοῦς καὶ εὐφλέκτου ἐλαίου λαμβανομένου ἐκ τῆς Βαβυλωνιακῆς ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 101· - ἀρσεν. ὀνομαστ. νάφθας ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 743· καὶ οὐδ. [[νάφθα]] μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 700. 56, Σουΐδ.: γεν. τοῦ [[νάφθα]] Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Ἀλέξ. 35.
}}
}}

Revision as of 10:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάφθᾰ Medium diacritics: νάφθα Low diacritics: νάφθα Capitals: ΝΑΦΘΑ
Transliteration A: náphtha Transliteration B: naphtha Transliteration C: naftha Beta Code: na/fqa

English (LSJ)

ἡ (τό, Eust.700.56),

   A naphtha (Persian naft), Dsc.1.73, D.C. 36.3a:—also νάφθας, ὁ, Str.16.1.15; acc. νάφθαν LXXDa.3.64; gen. νάφθα Str.l.c., Plu.Alex.35.

German (Pape)

[Seite 234] ἡ u. τό, = Folgdm; Lob. Phryn. 438.

Greek (Liddell-Scott)

νάφθᾰ: ἡ, τὸ «νέφτι» (Περσιστὶ naft), εἶδος διαφανοῦς καὶ εὐφλέκτου ἐλαίου λαμβανομένου ἐκ τῆς Βαβυλωνιακῆς ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 101· - ἀρσεν. ὀνομαστ. νάφθας ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 743· καὶ οὐδ. νάφθα μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 700. 56, Σουΐδ.: γεν. τοῦ νάφθα Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Ἀλέξ. 35.