μητροτύπτης: Difference between revisions
From LSJ
τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitrotyptis | |Transliteration C=mitrotyptis | ||
|Beta Code=mhtrotu/pths | |Beta Code=mhtrotu/pths | ||
|Definition= | |Definition=μητροτύπτου, ὁ, = [[μητραλοίας]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀλοία]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
μητροτύπτου, ὁ, = μητραλοίας, Hsch. s.v. ἀλοία.
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, = μητραλοίας, Hesych. v. ἀλοιάω.
Greek (Liddell-Scott)
μητροτύπτης: -ου, ὁ, = μητραλοίας, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλοιᾷ.
Greek Monolingual
μητροτύπτης, ὁ (Α)
μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -τύπτης (< τύπτω), πρβλ. πατροτύπτης].