μητροτύπτης

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροτύπτης Medium diacritics: μητροτύπτης Low diacritics: μητροτύπτης Capitals: ΜΗΤΡΟΤΥΠΤΗΣ
Transliteration A: mētrotýptēs Transliteration B: mētrotyptēs Transliteration C: mitrotyptis Beta Code: mhtrotu/pths

English (LSJ)

μητροτύπτου, ὁ, = μητραλοίας, Hsch. s.v. ἀλοία.

German (Pape)

[Seite 180] ὁ, = μητραλοίας, Hesych. v. ἀλοιάω.

Greek (Liddell-Scott)

μητροτύπτης: -ου, ὁ, = μητραλοίας, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλοιᾷ.

Greek Monolingual

μητροτύπτης, ὁ (Α)
μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -τύπτης (< τύπτω), πρβλ. πατροτύπτης].