πολυαύχην: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyaychin
|Transliteration C=polyaychin
|Beta Code=poluau/xhn
|Beta Code=poluau/xhn
|Definition=ενος, ὁ, ἡ, [[full-necked]], κύνες <span class="title">Gp.</span>19.2.2.
|Definition=ενος, ὁ, ἡ, [[full-necked]], κύνες ''Gp.''19.2.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ένος]], ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[πολυαύχενος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ [[χάσμα]] ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> [[εριαύχην]], [[μακραύχην]])].
|mltxt=-[[ένος]], ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[πολυαύχενος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ [[χάσμα]] ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> [[εριαύχην]], [[μακραύχην]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαύχην Medium diacritics: πολυαύχην Low diacritics: πολυαύχην Capitals: ΠΟΛΥΑΥΧΗΝ
Transliteration A: polyaúchēn Transliteration B: polyauchēn Transliteration C: polyaychin Beta Code: poluau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ, full-necked, κύνες Gp.19.2.2.

Greek Monolingual

-ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ
πολυαύχενος
μσν.
αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὐχήν, -ένος (πρβλ. εριαύχην, μακραύχην)].