Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξάσμα: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksasma
|Transliteration C=ksasma
|Beta Code=ca/sma
|Beta Code=ca/sma
|Definition=ατος, τό, [[carded wool]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>1073</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[carded wool]], S.''Fr.''1073.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξάσμα Medium diacritics: ξάσμα Low diacritics: ξάσμα Capitals: ΞΑΣΜΑ
Transliteration A: xásma Transliteration B: xasma Transliteration C: ksasma Beta Code: ca/sma

English (LSJ)

-ατος, τό, carded wool, S.Fr.1073.

German (Pape)

[Seite 275] τό, die gekrempelte (ξαίνω) Wolle, Soph. frg. 915 bei Poll. 7, 30.

Russian (Dvoretsky)

ξάσμα: ατος τό чесаная шерсть Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ξάσμα: τό, ἔριον ἐξασμένον, «λαναρισμένον», Σοφ. Ἀποσπ. 915.

Greek Monolingual

το (Α ξάσμα, -ατος)
ξασμένο μαλλί
νεοελλ.
η ποσότητα λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει εκάστοτε στη ζώνη του ο σχοινοπλόκος για να πλέξει το σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ- του ξαίνω (πρβλ. παρακμ. -ξασ-μαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. ύφασμα)].