σταιτίτης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=staititis | |Transliteration C=staititis | ||
|Beta Code=staiti/ths | |Beta Code=staiti/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,= [[σταίτινος]], | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, = [[σταίτινος]], Epich.52, Sophr.28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, = σταίτινος, Epich.52, Sophr.28.
German (Pape)
[Seite 928] ὁ, = σταίτινος, bes. ein Kuchen aus Weizenmehl; Epicharm. bei Ath. III, 110 b, vgl. XIV, 646 b; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σταιτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 110Β.
Greek Monolingual
και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α
1. ο σταίτινος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου
3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].