λυσσιατρείο: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />ειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική [[θεραπεία]] της λύσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ιατρείο]] ([[πρβλ]]. [[οφθαλμιατρείο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>λυσσιατρεῖον</i>, μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
|mltxt=λυσσιατρείο, το<br />ειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική [[θεραπεία]] της λύσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ιατρείο]] ([[πρβλ]]. [[οφθαλμιατρείο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>[[λυσσιατρεῖον]]</i>, μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:26, 8 May 2023

Greek Monolingual

λυσσιατρείο, το
ειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική θεραπεία της λύσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ιατρείο (πρβλ. οφθαλμιατρείο). Η λ., στον λόγιο τ. λυσσιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].