ταχύγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tachyglossos | |Transliteration C=tachyglossos | ||
|Beta Code=taxu/glwssos | |Beta Code=taxu/glwssos | ||
|Definition= | |Definition=ταχύγλωσσον, [[quick of tongue]], [[talking fast]], Hp.''Epid.''2.6.1, Ruf.''Fr.''70, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ταχύγλωσσον, quick of tongue, talking fast, Hp.Epid.2.6.1, Ruf.Fr.70, etc.
German (Pape)
[Seite 1076] schnellzüngig, voreilig im Reden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύγλωσσος: -ον, ὁ ταχεῖαν ἔχων γλῶσσαν, ταχέως λαλῶν, Ἱππ. 1050D, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταχύγλωσσος, -ον, ΝΑ
αυτός που μιλά γρήγορα
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος
ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος].