ηδύβιος: Difference between revisions

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἡδύβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ηδύβιος]]<br />[[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα [[ξερά]] ξύλα, αλλ. ηδοβία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδύβια</i><br />[[ονομασία]] ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων<br /><b>3.</b> αυτός που ζει ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[αμφίβιος]], [[υδρόβιος]]).
|mltxt=-ο (Α [[ἡδύβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ηδύβιος]]<br />[[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα [[ξερά]] ξύλα, αλλ. ηδοβία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδύβια</i><br />[[ονομασία]] ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων<br /><b>3.</b> αυτός που ζει ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[αμφίβιος]], [[υδρόβιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ο (Α ἡδύβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος
γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία
αρχ.
1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια
ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων
3. αυτός που ζει ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφίβιος, υδρόβιος].