τορευτής: Difference between revisions
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=toreftis | |Transliteration C=toreftis | ||
|Beta Code=toreuth/s | |Beta Code=toreuth/s | ||
|Definition= | |Definition=τορευτοῦ, ὁ, [[one who works in relief]], Plb.26.1.2, ''CIG''3306 (Smyrna), [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25, ''Sardis'' 7(1) No. 56.10 (ii A. D.); cf. [[τορνευτής]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
τορευτοῦ, ὁ, one who works in relief, Plb.26.1.2, CIG3306 (Smyrna), D.H.Comp.25, Sardis 7(1) No. 56.10 (ii A. D.); cf. τορνευτής.
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, der erhabene, getriebene Arbeit macht, der Bildschnitzer, Bildner, Graveur; Pol. 26, 10, 3, Plut. Pericl. 12 u. A.
Russian (Dvoretsky)
τορευτής: οῦ ὁ чеканщик, резчик Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τορευτής: -οῦ, ὁ, ἐργαζόμενος ἔργον τορείας, ἐργαζόμενος ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, κτλ., γλύπτης (ἴδε τορεύω ΙΙ), Πολύβ. 16. 10, 3, Συλλ. Ἐπιγρ 3306, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 25. ΙΙ. μεταφορ., τορευταὶ λέξεων Βασίλ. τ. 1, σ. 70Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τορεύω
αρχαιολ. καλλιτέχνης που κατασκεύαζε μεταλλικά αγγεία και σκεύη με τη μέθοδο της τορευτικής
μσν.-αρχ.
επιδέξιος, ικανός ρήτορας.