ὠστός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostos | |Transliteration C=ostos | ||
|Beta Code=w)sto/s | |Beta Code=w)sto/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠστή, ὠστόν<b class="b3">, ([[ὠθέω]]) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον</b>, Hdn.''Epim.''103. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠστή, ὠστόν, (ὠθέω) ὠστόν· τὸ ἀποδίωκτον, Hdn.Epim.103.
Greek (Liddell-Scott)
ὠστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὠθέω, ὃν δύναταί τις νὰ ὠθήσῃ, «ὠστὸν τὸ ἀποδιωκτόν», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 103.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ωθήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ωσ- του μέλλ. ὤσω του ρ. ὠθῶ, μτγν. τ. τών σύνθ. σε -ωστος (πρβλ. ἄπωστος)].
German (Pape)
adj. verb. von ὠθέω,
1 gestoßen, hin- und hergestoßen, getrieben, gedrängt.
2 zu stoßen, was sich stoßen läßt, Sp.