ἐμπυελίδιον: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0818.png Seite 818]] τό, dim. zu Folgdm, Hechan. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0818.png Seite 818]] τό, dim. zu Folgdm, Hechan. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐμπυελίδιον''': τό, καὶ ἐμπυελίς, ίδος, ἡ, ([[πύελος]]), [[κοίλωμα]] ἢ ὀπή, ἐν ᾗ εἰσέρχεται κνώδας ([[ἄξων]]) τροχοῦ, οἱ μὲν τροχοὶ περὶ κνώδακας [[σιδηροῦς]] ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας σιδηρᾶς Ἥρων π. Αὐτομ. 251, 245. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 5 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Hero Aut.10.1.
German (Pape)
[Seite 818] τό, dim. zu Folgdm, Hechan.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπυελίδιον: τό, καὶ ἐμπυελίς, ίδος, ἡ, (πύελος), κοίλωμα ἢ ὀπή, ἐν ᾗ εἰσέρχεται κνώδας (ἄξων) τροχοῦ, οἱ μὲν τροχοὶ περὶ κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας σιδηρᾶς Ἥρων π. Αὐτομ. 251, 245.