ἔμβρυος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(a) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] voll Moos, Nonn. 41, 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0807.png Seite 807]] voll Moos, Nonn. 41, 29. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔμβρυος''': -ον, ([[βρύω]]) ὁ αὐξανόμενος [[ἐντός]], [[βρέφος]] ἔμβρ. = [[ἔμβρυον]], Ψευδο-Φωκυλ. 171˙ τὴν [[ἔμβρυον]] ὑγρότητα παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Αἰτίων 1. 1, 3 διωρθώθη: τὴν ἔμβιον ὑγρότητα. ΙΙ. ([[βρύον]]) κατακεκαλυμμένος ὑπὸ θαλασσίων βρύων, [[ἔμβρυον]] αὐχένα κούρης (ἔγχλοον Koechly) Νόνν. Δ. 41. 29. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:42, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (βρύω)
A growing in, βρέφος ἔ., = ἔμβρυον, Ps.-Phoc. 184. II (βρύον) grown with sea-weed, Nonn.D.41.29.
German (Pape)
[Seite 807] voll Moos, Nonn. 41, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβρυος: -ον, (βρύω) ὁ αὐξανόμενος ἐντός, βρέφος ἔμβρ. = ἔμβρυον, Ψευδο-Φωκυλ. 171˙ τὴν ἔμβρυον ὑγρότητα παρὰ Θεοφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Αἰτίων 1. 1, 3 διωρθώθη: τὴν ἔμβιον ὑγρότητα. ΙΙ. (βρύον) κατακεκαλυμμένος ὑπὸ θαλασσίων βρύων, ἔμβρυον αὐχένα κούρης (ἔγχλοον Koechly) Νόνν. Δ. 41. 29.