προσήνεια: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[προσηνίη]] Α [[προσηνής]]<br />ήρεμη και πολιτισμένη [[συμπεριφορά]], [[πραότητα]], [[καταδεκτικότητα]] (α. «συμπεριφέρεται [[πάντα]] με [[προσήνεια]] στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ | |mltxt=η, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[προσηνίη]] Α [[προσηνής]]<br />ήρεμη και πολιτισμένη [[συμπεριφορά]], [[πραότητα]], [[καταδεκτικότητα]] (α. «συμπεριφέρεται [[πάντα]] με [[προσήνεια]] στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῖ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων [[σωτηρία]] κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηπιότητα]], [[ησυχία]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21. | |elnltext=προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡ, mildness, softness, προσηνείης εἵνεκεν for the sake of ease or comfort, Hp.Acut.21; μετὰ προσηνείας cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; quietude, Sm.Ec.9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.M.1.194.
German (Pape)
[Seite 765] ἡ, Milde, Sanftheit, Freundlichkeit, Sp., S. Emp. adv. gramm. 194.
Russian (Dvoretsky)
προσήνεια: ἡ приятность, легкость (τῶν δηλουμενων Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
προσήνεια: ἡ, πραότης, ἀγαθοφροσύνη, ἠπιότης, προσηνείης εἵνεκεν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐπὶ γλώσσης ἢ τρόπου τοῦ λέγειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 194.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α προσηνής
ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῖ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
ηπιότητα, ησυχία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21.