πολεμώνιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=polemw/nion
|Beta Code=polemw/nion
|Definition=τό, name of a plant,<br><span class="bld">A</span> [[Hypericum olympicum]], Dsc.4.8.<br><span class="bld">2</span> ἡ πολεμώνιος βοτάνη [[horsemint]], [[Mentha longifolia]], Hippiatr. 32; called [[πολεμώνιον]], τό, ibid.; <b class="b3">πολεμωνία βοτάνη</b> ib.86.
|Definition=τό, name of a plant,<br><span class="bld">A</span> [[Hypericum olympicum]], Dsc.4.8.<br><span class="bld">2</span> ἡ πολεμώνιος βοτάνη [[horsemint]], [[Mentha longifolia]], Hippiatr. 32; called [[πολεμώνιον]], τό, ibid.; <b class="b3">πολεμωνία βοτάνη</b> ib.86.
}}
{{grml
|mltxt=[[πολεμόνιο]], το / [[πολεμώνιον]], ΝΑ<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[τάξη]] [[πολεμονιώδη]] και στην [[οικογένεια]] πολεμονιίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. τ. [[πολεμώνιον]] έχει παραχθεί από το ανθρωπωνύμιο <i>Πολέμων</i>, ενώ ο νεοελλ. τ. [[είναι]] [[αντιδάνειος]], <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polemonium</i>].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμώνιον''': τό, [[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, Διοσκ. 4. 8. (9).
|lstext='''πολεμώνιον''': τό, [[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, Διοσκ. 4. 8. (9).
}}
{{grml
|mltxt=το, Α<br /><b>βλ.</b> [[πολεμόνιο]].
}}
}}

Latest revision as of 05:42, 16 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμώνιον Medium diacritics: πολεμώνιον Low diacritics: πολεμώνιον Capitals: ΠΟΛΕΜΩΝΙΟΝ
Transliteration A: polemṓnion Transliteration B: polemōnion Transliteration C: polemonion Beta Code: polemw/nion

English (LSJ)

τό, name of a plant,
A Hypericum olympicum, Dsc.4.8.
2 ἡ πολεμώνιος βοτάνη horsemint, Mentha longifolia, Hippiatr. 32; called πολεμώνιον, τό, ibid.; πολεμωνία βοτάνη ib.86.

Greek Monolingual

πολεμόνιο, το / πολεμώνιον, ΝΑ
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη πολεμονιώδη και στην οικογένεια πολεμονιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. πολεμώνιον έχει παραχθεί από το ανθρωπωνύμιο Πολέμων, ενώ ο νεοελλ. τ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. polemonium].

Greek (Liddell-Scott)

πολεμώνιον: τό, ὄνομα φυτοῦ τινος, Διοσκ. 4. 8. (9).