ἀνδράχλη: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(b)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] ([[ἄνθραξ]]), Kohlenbecken, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] ([[ἄνθραξ]]), Kohlenbecken, VLL.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνδράχλη''': ἡ, λέγεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ Ἀττ. [[τύπος]] τῆς λέξεως [[ἀνδράχνη]] (Ι.), Ἑλλάδ. παρὰ Φωτίῳ Βιβλ. σ. 533. 26. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] πρὸς θέρμανσιν, ἐσχάρας [[εἶδος]] ἢ [[ὑποπόδιον]] πύραυνον, «τὸ ἰδιωτικῶς [[γυναικεῖον]] ποδαρούλιον» Εὐστ. 1571. 25 (ἐν τῇ δευτέρᾳ πιθαν. συγγενὲς τῷ [[ἄνθραξ]]).
}}
}}

Revision as of 09:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδράχλη Medium diacritics: ἀνδράχλη Low diacritics: ανδράχλη Capitals: ΑΝΔΡΑΧΛΗ
Transliteration A: andráchlē Transliteration B: andrachlē Transliteration C: andrachli Beta Code: a)ndra/xlh

English (LSJ)

ἡ, said to be Att. form for ἀνδράχνη (1), Hellad. ap. Phot. Bibl.p.533B., S.Fr.823, but in this passage, as in Thphr.HP1.5.2, 1.9.3, =

   A Arbutus Andrachne.    II warming-pan or brazier, Eust. 1571.25, Poet. ap. Suid. ἄνδραχλος, ἡ, = ἀνδράχνη, EM102.36, v.l. in Thphr.HP4.15.2. ἀνδράχνη, ἡ, purslane, Portulaca oleracea, Id.CP1.10.4, al., Dsc.2.124, Luc.Trag.151, prob.l. in Pl. Com.44; ἀ. κηπαία Dsc.4.168.    2 ἀ. ἀγρία, = πεπλίς, Dsc.4.168; but = Sedum stellatum, stonecrop, ib.90; also=τηλέφιον, Ps.-Dsc.2.186, Gal.19.146.    3 ἀ. θαλασσία, = πεπλίς, Ps.-Dsc.4.168. ἄνδραχνος, ἡ, = ὰνδράχλη, Paus.9.22.2 and 28.1.

German (Pape)

[Seite 217] (ἄνθραξ), Kohlenbecken, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδράχλη: ἡ, λέγεται ὅτι εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος τῆς λέξεως ἀνδράχνη (Ι.), Ἑλλάδ. παρὰ Φωτίῳ Βιβλ. σ. 533. 26. ΙΙ. ἀγγεῖον πρὸς θέρμανσιν, ἐσχάρας εἶδοςὑποπόδιον πύραυνον, «τὸ ἰδιωτικῶς γυναικεῖον ποδαρούλιον» Εὐστ. 1571. 25 (ἐν τῇ δευτέρᾳ πιθαν. συγγενὲς τῷ ἄνθραξ).