μολυβδῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=μολυβδῑτις, -ίτιδος), η [[μόλυβδος]]<br /> | |mltxt=μολυβδῑτις, -ίτιδος), η [[μόλυβδος]]<br />«μολυβδῖτις» (ενν. [[άμμος]])<br />[[είδος]] άμμου από την οποία λαμβάνεται ο [[λιθάργυρος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 6 February 2024
English (LSJ)
ιδος, ἡ, ἄμμος a kind of sand from which λιθάργυρος is obtained, Dsc.5.87, Plin.HN33.106.
German (Pape)
[Seite 200] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λιθάργυρος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδῖτις: -ιδος, ἡ, Διοσκ. 5. 102, Πλίν. 33. 35.
Greek Monolingual
μολυβδῑτις, -ίτιδος), η μόλυβδος
«μολυβδῖτις» (ενν. άμμος)
είδος άμμου από την οποία λαμβάνεται ο λιθάργυρος.