ληνοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ληνοβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=ληνοβάτης | |Medium diacritics=ληνοβάτης | ||
|Low diacritics=ληνοβάτης | |Low diacritics=ληνοβάτης |
Latest revision as of 21:46, 24 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, one who treads the wine-vat, Him.Or.6.3, 21.6, Sammelb.5810.12 (iv A.D.), Glossaria.
German (Pape)
[Seite 40] ὁ, der Kelterer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ληνοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἱμερ. Λόγ. 6. 3· - ἐντεῦθεν ληνοβᾰτέω, πατῶ σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Εὐστ. Πονημ. 150. 53. - Παθ., ληνοβατηθεισῶν τῶν ῥαγῶν αὐτόθι 355. 30.
Greek Monolingual
ληνοβάτης, ὁ (ΑM)
αυτός που πατά τα σταφύλια στο πατητήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. διαβάτης, παραβάτης.