ἀμφίτριψ: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(a)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0145.png Seite 145]] = vor., Theogn. II. 98.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0145.png Seite 145]] = vor., Theogn. II. 98.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφίτριψ''': ιβος, ὁ, ([[τρίβω]]) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ [[περίτριμμα]], ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. [[αὐτόθι]] 3. 286, [[ὅστις]] ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.
}}
}}

Revision as of 11:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίτριψ Medium diacritics: ἀμφίτριψ Low diacritics: αμφίτριψ Capitals: ΑΜΦΙΤΡΙΨ
Transliteration A: amphítrips Transliteration B: amphitrips Transliteration C: amfitrips Beta Code: a)mfi/triy

English (LSJ)

ιβος, ὁ, (τρίβω)

   A rubbed all round: metaph., like περίτριμμα, practised knave, Archil.124, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 145] = vor., Theogn. II. 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίτριψ: ιβος, ὁ, (τρίβω) ὁ ὁλόγυρα τριβόμενος ἢ τετριμμένος· μεταφ. ὡς τὸ περίτριμμα, ἐπί ἠσκημένου πανούργου, Θεογνώστ. Καν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. 2. 98, πρβλ. Ἡρωδιαν. αὐτόθι 3. 286, ὅστις ἀναφέρει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (121). Ἐντεῦθεν τὸ παρ’ Ἡσύχ., ἀμφίτριβα [ς] περιττῶς τετριμμένον διορθώθη ὑπὸ Δινδορφ. ἀμφίτριβας ... τετριμμένους.