ὁλόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλόομαι''': Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37. | |lstext='''ὁλόομαι''': Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁλοῦμαι]], [[ὁλόομαι]] (Α) [[όλος]]<br />(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 26 March 2024
English (LSJ)
Pass., to be constituted a whole, Dam.Pr.276, cf. EM821.37.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόομαι: Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37.
Greek Monolingual
ὁλοῦμαι, ὁλόομαι (Α) όλος
(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.