ἑανηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐανηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἐανηφόρος]] Ἠώς» — η Αυγή με το [[λεπτό]], λαμπερό πέπλο. | |mltxt=[[ἐανηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἐανηφόρος]] Ἠώς» — η Αυγή με το [[λεπτό]], λαμπερό πέπλο. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐᾰνηφόρος''': -ον, (ἑᾰνός, ὁ) ὁ φορῶν ἑανόν, τοῦτ’ ἔστι λαμπρὸν ἢ [[λεπτὸν]] πέπλον, Ἠὼς Ἀντίμαχ. 85, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἑανός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 23 May 2024
English (LSJ)
ἑανηφόρον, (ἑανός, ὁ) wearing a thin robe, Ἠώς Antim.84.
Spanish (DGE)
-ον
de vestido brillante, delicado, sutil ἠώς Antim.117.
German (Pape)
[Seite 697] ein seines Gewand tragend; ἠώς Antimach. bei Hesych.
Greek Monolingual
ἐανηφόρος, -ον (Α)
φρ. «ἐανηφόρος Ἠώς» — η Αυγή με το λεπτό, λαμπερό πέπλο.
Greek (Liddell-Scott)
ἐᾰνηφόρος: -ον, (ἑᾰνός, ὁ) ὁ φορῶν ἑανόν, τοῦτ’ ἔστι λαμπρὸν ἢ λεπτὸν πέπλον, Ἠὼς Ἀντίμαχ. 85, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἑανός.