σφρίγος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[σφρίγος]] ΝΜΑ, και | |mltxt=το / [[σφρίγος]] ΝΜΑ, και σφρῖγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α<br />[[ακμή]] σωματικής δύναμης, [[ευρωστία]], [[ζωηρότητα]] (α. «[[γεμάτος]] νεανικό [[σφρίγος]]» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>σφριγῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:48, 6 February 2024
English (LSJ)
εος, τό, full strength, σφρίγει βραχιόνων Hermipp.58.
Greek (Liddell-Scott)
σφρίγος: [ῐ], τό, πλήρης ἰσχύς, ἀκμή, δύναμις, σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.
Greek Monolingual
το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῖγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α
ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σφριγῶ].