πειραστής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(b) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] ὁ, Versucher, Verführer, K. S. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0545.png Seite 545]] ὁ, Versucher, Verführer, K. S. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πειραστής''': -οῦ, ὁ, ([[πειράζω]]) ὁ πειράζων, δοκιμάζων, Βασίλ. ΙΙΙ., 277D· - ἰδίως ὁ [[διάβολος]], σατανᾶς, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ, 369Β, ΙΙΙ, 407Α, Βίος Νείλου Νεωτ. 116C, Ἀμμών. 112, Ἐκκλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 5 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A tempter, Ammon. Diff. p.109 V.
German (Pape)
[Seite 545] ὁ, Versucher, Verführer, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πειραστής: -οῦ, ὁ, (πειράζω) ὁ πειράζων, δοκιμάζων, Βασίλ. ΙΙΙ., 277D· - ἰδίως ὁ διάβολος, σατανᾶς, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ, 369Β, ΙΙΙ, 407Α, Βίος Νείλου Νεωτ. 116C, Ἀμμών. 112, Ἐκκλ.