πυροεργής: Difference between revisions
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που εργάζεται στη [[φωτιά]] ή αυτός που εργάζεται με τη [[βοήθεια]] της φωτιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που εργάζεται στη [[φωτιά]] ή αυτός που εργάζεται με τη [[βοήθεια]] της φωτιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> λιθο-<i>εργής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:23, 26 October 2023
English (LSJ)
πυροεργές, working at the fire, Man.1.78.
German (Pape)
[Seite 823] ές, in oder am Feuer arbeitend, ἄνδρες, Feuerarbeiter, Maneth. 1, 78.
Greek (Liddell-Scott)
πῠροεργής: -ές, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ πυρός, Μανέθων 1. 78.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που εργάζεται στη φωτιά ή αυτός που εργάζεται με τη βοήθεια της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργής].