ῥιγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[ῥῑγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύεται από [[ρίγος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[ρίγος]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[ῥῖγος]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύεται από [[ρίγος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[ρίγος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιγώδης Medium diacritics: ῥιγώδης Low diacritics: ριγώδης Capitals: ΡΙΓΩΔΗΣ
Transliteration A: rhigṓdēs Transliteration B: rhigōdēs Transliteration C: rigodis Beta Code: r(igw/dhs

English (LSJ)

ῥιγῶδες, provocative of shivering, Hp.Coac.609, Gal.19.146.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑγώδης: -ες, παγετώδης, «κρύος», συνοδευόμενος μὲ ῥῖγος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 219, Γαλην.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ῥῖγος
1. αυτός που συνοδεύεται από ρίγος
2. αυτός που προκαλεί ρίγος.