συνάδελφος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(b)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] Geschwister habend, Xen. Mem. 2, 3, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] Geschwister habend, Xen. Mem. 2, 3, 4.
}}
{{ls
|lstext='''συνάδελφος''': -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ [[ἀνάδελφος]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, [[συνέταιρος]], [[μέλος]] τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, [[ὁμότεχνος]], [[συντεχνίτης]] κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ [[λέξις]] φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).
}}
}}

Revision as of 10:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάδελφος Medium diacritics: συνάδελφος Low diacritics: συνάδελφος Capitals: ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: synádelphos Transliteration B: synadelphos Transliteration C: synadelfos Beta Code: suna/delfos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A one that has a brother or sister, opp. ἀνάδελφος, X.Mem.2.3.4.    II member of an association, PMasp.2.11 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 996] Geschwister habend, Xen. Mem. 2, 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

συνάδελφος: -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ ἀνάδελφος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, συνέταιρος, μέλος τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, ὁμότεχνος, συντεχνίτης κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ λέξις φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).