καστόρειος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(b) |
(19) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] vom Biber. S. auch nom. pr. unter [[Κάστωρ]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1333.png Seite 1333]] vom Biber. S. auch nom. pr. unter [[Κάστωρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καστόρειος]], -ον (Α) [[Κάστωρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο του [[Διός]] και της Λήδας, αδελφό του Πολυδεύκη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ καστόρειον [[μέλος]]» — ή «ὁ [[καστόρειος]] [[ὕμνος]]» — πολεμικό [[άσμα]] τών Λακεδαιμονίων που το έψαλλαν με [[συνοδεία]] αυλού για να υμνήσουν νίκες σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες ή όταν επρόκειτο να συνάψουν [[μάχη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1333] vom Biber. S. auch nom. pr. unter Κάστωρ.
Greek Monolingual
καστόρειος, -ον (Α) Κάστωρ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο του Διός και της Λήδας, αδελφό του Πολυδεύκη
2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» — ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» — πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που το έψαλλαν με συνοδεία αυλού για να υμνήσουν νίκες σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες ή όταν επρόκειτο να συνάψουν μάχη.