impedimento: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἐγκοπή]], [[ἐμποδίζω]], [[ἐμποδών]], [[διάφραξις]], [[ἐμποδέω]], [[εἱργμός]], [[ἀποκώλυσις]], [[ἐγκωπή]], [[ἐναντίωμα]], [[διακώλυμα]], [[ἐμπόδισις]], [[ἐμποδισμός]], [[ἐμπόδισμα]], [[ἔγκομμα]], [[ἔνστημα]], [[διακώλυσις]], [[τὸ ἐμπόδιον]], [[ἐμπόδιον]]
|sltx=[[ἐγκοπή]], [[τὸ ἐμποδίζον]], [[ἐμποδών]], [[διάφραξις]], [[ἐμποδέω]], [[εἱργμός]], [[ἀποκώλυσις]], [[ἐγκωπή]], [[ἐναντίωμα]], [[διακώλυμα]], [[ἐμπόδισις]], [[ἐμποδισμός]], [[ἐμπόδισμα]], [[ἔγκομμα]], [[ἔνστημα]], [[διακώλυσις]], [[τὸ ἐμπόδιον]], [[ἐμπόδιον]]
}}
}}

Revision as of 18:11, 13 April 2024