φρυγεύς: Difference between revisions
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
(c1) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] ὁ, der Röster, Gefäß zum Rösten, Poll. 1, 246. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1311.png Seite 1311]] ὁ, der Röster, Gefäß zum Rösten, Poll. 1, 246. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φρῡγεύς''': έως, ὁ ([[φρύγω]]) [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθὴ ἢ [[ἄλλο]] τι, ὡς τὸ [[φρύγετρον]], Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 4. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν τὴν ἐργασίαν ταύτην [[ἀνήρ]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 181, παρ’ αὐτῷ ὑπάρχει καὶ [[ῥῆμα]] φρυγεύω = [[φρύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 5 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, = foreg.1, Theopomp.Com. 53. II one who roasts, Poll.7.181.
German (Pape)
[Seite 1311] ὁ, der Röster, Gefäß zum Rösten, Poll. 1, 246.
Greek (Liddell-Scott)
φρῡγεύς: έως, ὁ (φρύγω) ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθὴ ἢ ἄλλο τι, ὡς τὸ φρύγετρον, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 4. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν τὴν ἐργασίαν ταύτην ἀνήρ, Πολυδ. Ζ΄, 181, παρ’ αὐτῷ ὑπάρχει καὶ ῥῆμα φρυγεύω = φρύγω.