ἐξαρθρῶ: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(Created page with "{{grml |mltxt=(AM ἐξαρθρῶ, ἐξαρθρόω)<br />βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωσ...")
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξαρθρῶ]], [[ἐξαρθρόω]])<br />[[βγάζω]] το [[κόκαλο]] από την [[κλείδωση]], [[λύνω]] την [[άρθρωση]], την [[κλείδωση]], [[στραμπουλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αποσυνθέτω]], [[αποδιοργανώνω]], [[ξεχαρβαλώνω]], [[διαλύω]] («[[οικογένεια]] εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε [[δίκτυο]] κακοποιών»).
|mltxt=(AM [[ἐξαρθρῶ]], [[ἐξαρθρόω]])<br />[[βγάζω]] το [[κόκαλο]] από την [[κλείδωση]], [[λύνω]] την [[άρθρωση]], την [[κλείδωση]], [[στραμπουλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αποσυνθέτω]], [[αποδιοργανώνω]], [[ξεχαρβαλώνω]], [[διαλύω]] («[[οικογένεια]] εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε [[δίκτυο]] κακοποιών»).
}}
{{trml
|trtx====[[dislocate]]===
Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: [[ontwrichten]]; French: [[disloquer]], [[luxer]], [[déboîter]]; Galician: dislocar; German: [[auskugeln]], [[ausrenken]], [[verrenken]], [[dislozieren]]; Greek: [[εξαρθρώνω]]; Ancient Greek: [[ἀποστρέφω]], [[ἐκκοκκίζω]], [[ἐξαρθρέω]], [[ἐξαρθρόω]], [[ἐξαρθρῶ]], [[παραρθρέω]], [[στρέφω]]; Hungarian: kificamít; Italian: [[slogare]], [[lussare]]; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: [[luxo]]; Polish: zwichnąć; Portuguese: [[deslocar]]; Romanian: disloca; Russian: [[вывихивать]], [[вывихнуть]]; Slovene: izpahniti; Spanish: [[dislocar]]; Tagalog: malinsad
}}
}}

Revision as of 10:01, 14 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐξαρθρῶ, ἐξαρθρόω)
βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω
νεοελλ.
μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύωοικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών»).

Translations

dislocate

Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: ontwrichten; French: disloquer, luxer, déboîter; Galician: dislocar; German: auskugeln, ausrenken, verrenken, dislozieren; Greek: εξαρθρώνω; Ancient Greek: ἀποστρέφω, ἐκκοκκίζω, ἐξαρθρέω, ἐξαρθρόω, ἐξαρθρῶ, παραρθρέω, στρέφω; Hungarian: kificamít; Italian: slogare, lussare; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: luxo; Polish: zwichnąć; Portuguese: deslocar; Romanian: disloca; Russian: вывихивать, вывихнуть; Slovene: izpahniti; Spanish: dislocar; Tagalog: malinsad