κοινόπλοος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(13_2)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1468.png Seite 1468]] zsgzgn -πλους, gemeinsam zu Schiffe fahrend, ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν κλύεις Soph. Ai. 859, die Schiffsgenossenschaft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1468.png Seite 1468]] zsgzgn -πλους, gemeinsam zu Schiffe fahrend, ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν κλύεις Soph. Ai. 859, die Schiffsgenossenschaft.
}}
{{ls
|lstext='''κοινόπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, [[κοινῇ]] μετά τινος [[πλέων]], σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους [[ὁμιλία]], δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872.
}}
}}

Revision as of 11:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόπλοος Medium diacritics: κοινόπλοος Low diacritics: κοινόπλοος Capitals: ΚΟΙΝΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: koinóploos Transliteration B: koinoploos Transliteration C: koinoploos Beta Code: koino/ploos

English (LSJ)

ον, contr. κοινό-πλους, ουν,

   A sailing in common, ναὸς κ. ὁμιλία, i.e. shipmates, S.Aj.872.

German (Pape)

[Seite 1468] zsgzgn -πλους, gemeinsam zu Schiffe fahrend, ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν κλύεις Soph. Ai. 859, die Schiffsgenossenschaft.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, κοινῇ μετά τινος πλέων, σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους ὁμιλία, δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872.