μονομερής: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(13_2) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ές, aus <b class="b2">einem</b> Theile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ές, aus <b class="b2">einem</b> Theile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μονομερής''': -ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, [[μόνος]], ἀντίθετ. τῷ [[πολυμερής]], Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον [[μέρος]] κλίνων, [[ἄδικος]], μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:53, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, (μέρος)
A consisting of one part, single, opp. πολυμερής, φιλοσοφία S.E.M.7.2. 2 for one side, of a bandage, Gal.18 (1).794. II ἐκ τοῦ μ. after hearing only one side, Luc.Cal.6; τὰ μ. ex parte applications, Lyd.Mag.3.15; μ. μαρτυρίαι Just.Nov.90.9. Adv. -μερῶς in a one-sided manner, Vett.Val.136.2.
German (Pape)
[Seite 204] ές, aus einem Theile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μονομερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, μόνος, ἀντίθετ. τῷ πολυμερής, Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον μέρος κλίνων, ἄδικος, μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.