θρῆνυς: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
(13_4)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] υος, ὁ (θρα), <b class="b2">Fußschemel</b>, Fußbank; öfters bei Hom. ὑπὸ δὲ [[θρῆνυς]] ποσὶν ἦεν, an dem Stuhle selbst, ὑπὸ θρῆνυν ποσὶν ἧκε προσφυέ' ἐξ αὐτῆς Od. 19, 57. Aber Il. 15, 729 <b class="b2">Ruderbank</b>, [[ἑπταπόδης]], s. [[θρᾶνος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] υος, ὁ (θρα), <b class="b2">Fußschemel</b>, Fußbank; öfters bei Hom. ὑπὸ δὲ [[θρῆνυς]] ποσὶν ἦεν, an dem Stuhle selbst, ὑπὸ θρῆνυν ποσὶν ἧκε προσφυέ' ἐξ αὐτῆς Od. 19, 57. Aber Il. 15, 729 <b class="b2">Ruderbank</b>, [[ἑπταπόδης]], s. [[θρᾶνος]].
}}
{{ls
|lstext='''θρῆνυς''': -υος, ὁ, ([[θράω]]) [[θρανίον]] ὑπὸ τοὺς πόδας τοποθετούμενον, [[ὑποπόδιον]], ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Ἰλ. Ξ. 240, πρβλ. Ὀδ. Τ. 57· ἴδε [[ὑποπόδιον]]. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Ο. 729, τὸ θρῆνυν... ἑπταπόδην σημαίνει τὸ [[ἑδώλιον]] τοῦ κυβερνήτου τοῦ πλοίου ἢ ἕδραν ἐρετῶν.
}}
}}

Revision as of 11:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῆνυς Medium diacritics: θρῆνυς Low diacritics: θρήνυς Capitals: ΘΡΗΝΥΣ
Transliteration A: thrē̂nys Transliteration B: thrēnys Transliteration C: thrinys Beta Code: qrh=nus

English (LSJ)

υος, ὁ, (θράομαι)

   A footstool, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Il.14.240, cf. Od.19.57.    II θ. ἑπταπόδης the seven-foot bench, perh. helmsman's bench or bridge, Il.15.729.

German (Pape)

[Seite 1218] υος, ὁ (θρα), Fußschemel, Fußbank; öfters bei Hom. ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν, an dem Stuhle selbst, ὑπὸ θρῆνυν ποσὶν ἧκε προσφυέ' ἐξ αὐτῆς Od. 19, 57. Aber Il. 15, 729 Ruderbank, ἑπταπόδης, s. θρᾶνος.

Greek (Liddell-Scott)

θρῆνυς: -υος, ὁ, (θράω) θρανίον ὑπὸ τοὺς πόδας τοποθετούμενον, ὑποπόδιον, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Ἰλ. Ξ. 240, πρβλ. Ὀδ. Τ. 57· ἴδε ὑποπόδιον. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Ο. 729, τὸ θρῆνυν... ἑπταπόδην σημαίνει τὸ ἑδώλιον τοῦ κυβερνήτου τοῦ πλοίου ἢ ἕδραν ἐρετῶν.