καταδείδω: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1345.png Seite 1345]] s. [[δείδω]], nur im aor.) καταδεῖσαι, sehr fürchten, τί, Ar. Pax 759; Andoc. 4, 1. 2; τὸν κίνδυνον Thuc. 2, 93; καταδείσαντες τοῦτον καὶ τὸ τούτου [[θράσος]] Dem. 21, 20; Sp.; [[περί]] τινος, Phil. – In Phalar. epist. 84 findet sich καταδείσω in transit. Bdtg, in Furcht setzen, erschrecken.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1345.png Seite 1345]] s. [[δείδω]], nur im aor.) καταδεῖσαι, sehr fürchten, τί, Ar. Pax 759; Andoc. 4, 1. 2; τὸν κίνδυνον Thuc. 2, 93; καταδείσαντες τοῦτον καὶ τὸ τούτου [[θράσος]] Dem. 21, 20; Sp.; [[περί]] τινος, Phil. – In Phalar. epist. 84 findet sich καταδείσω in transit. Bdtg, in Furcht setzen, erschrecken.
}}
{{ls
|lstext='''καταδείδω''': ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἀορ. -δεῖσαι, καὶ (παρὰ τῷ Φαλάριδι [[ἔνθα]] κατωτ.) μέλλ. -δείσειν: - [[μεγάλως]] φοβοῦμαι, τι Ἀριστοφ. Εἰρ. 759, Ἀνδοκ. 29. 5, Θουκ. 2. 93· [[περί]] τινος Φίλων 2. 102· μὴ…, [[αὐτόθι]] 590. ΙΙ. [[ἐμβάλλω]] εἰς μέγαν φόβον, πτοῶ, Φαλάρ. Ἐπ. 84.
}}
}}

Revision as of 11:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδείδω Medium diacritics: καταδείδω Low diacritics: καταδείδω Capitals: ΚΑΤΑΔΕΙΔΩ
Transliteration A: katadeídō Transliteration B: katadeidō Transliteration C: katadeido Beta Code: katadei/dw

English (LSJ)

only in aor. -δεῖσαι, and (in Phalar. infr. cit.) fut. -δείσειν:—

   A fear greatly, τι Ar.Pax759 (anap.), And.4.1, Th.2.93; τὸν Ἀχιλλέα Jul.Or.2.53b; περί τινος Ph.2.102; μή . . ib.590.    II put into great fear, scare, Phalar.Ep.91.

German (Pape)

[Seite 1345] s. δείδω, nur im aor.) καταδεῖσαι, sehr fürchten, τί, Ar. Pax 759; Andoc. 4, 1. 2; τὸν κίνδυνον Thuc. 2, 93; καταδείσαντες τοῦτον καὶ τὸ τούτου θράσος Dem. 21, 20; Sp.; περί τινος, Phil. – In Phalar. epist. 84 findet sich καταδείσω in transit. Bdtg, in Furcht setzen, erschrecken.

Greek (Liddell-Scott)

καταδείδω: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἀορ. -δεῖσαι, καὶ (παρὰ τῷ Φαλάριδι ἔνθα κατωτ.) μέλλ. -δείσειν: - μεγάλως φοβοῦμαι, τι Ἀριστοφ. Εἰρ. 759, Ἀνδοκ. 29. 5, Θουκ. 2. 93· περί τινος Φίλων 2. 102· μὴ…, αὐτόθι 590. ΙΙ. ἐμβάλλω εἰς μέγαν φόβον, πτοῶ, Φαλάρ. Ἐπ. 84.